- βιδολόγος
- οτο κατσαβίδι: Πρέπει να χρησιμοποιήσεις οπωσδήποτε βιδολόγο για να βιδώσεις βίδα στο ξύλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βιδολόγος — ο εργαλείο του οποίου η άκρη προσαρμόζεται στην εγκοπή της βίδας και με περιστροφική κίνηση τη σφίγγει ή τη χαλαρώνει, κατσαβίδι … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
ελικοτόμος — ο εργαλείο που διανοίγει εσωτερικά σπειρώματα, ο βιδολόγος … Dictionary of Greek
κατσαβίδι — το εργαλείο που χρησιμεύει στο βίδωμα ή στο ξεβίδωμα, βιδολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. cazzavide] … Dictionary of Greek
κοχλιοστρόφιο — και κοχλιοστροφείο, το εργαλείο με το οποίο στρέφεται ο κοχλίας, εργαλείο που χρησιμοποιείται για βίδωμα και ξεβίδωμα, κατσαβίδι, βιδολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + στρόφιο (< στροφή < στρέφω), πρβλ. πηλο στρόφιον, χειλο στρόφιον. Η λ.… … Dictionary of Greek